- επίμεσος
- η (Α ἐπίμεσος, -ον) [μέσος]νεοελλ.η μεσοκάθετοςαρχ.1. ο μέσης ηλικίας, ο μεσόκοπος2. φρ. «ἐπίμεσα ῥήματα» — τα ρήματα που σχηματίζουν μόνο μέσους ή παθητικούς τύπους (και ποτέ ενεργητικούς) και δηλώνουν ή ενέργεια μόνο (και όχι «πάθος») ή πάθος μόνο (και όχι ενέργεια)χρῶμαι, δέομαι, ήττῶμαι, οδύρομαι κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.